- στεγανόν
- στεγανόςcovering so as to keep out watermasc acc sgστεγανόςcovering so as to keep out waterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek
STEGANOS — apud Plin. l. 5. c. 31. Namque fallacibus vadis Alexandria tribus omnino aditur alveis maris, Stegano, Posideo, Tauro: ex Graeco ςτεγανὸς, unus est ex tribus alveis maris, quibus adibatur Alexandria Aegypti. Dicebatur sic, quod esset ςτεγανὸς, i … Hofmann J. Lexicon universale
περιστεγανός — όν, Α 1. καλυμμένος ολόγυρα, καλά στεγασμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστεγανόν περισσῶς στεγανόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεγανός «καλυμμένος με στέγη, καλά στεγασμένος»] … Dictionary of Greek